- υψιπαγής
- -ές, ΜΑαυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ-παγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψιπαγής — high built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπαγῆ — ὑψιπαγής high built neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑψιπαγής high built masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑψιπαγής high built masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek